ξυληγός
From LSJ
Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau
English (LSJ)
ξυληγόν, (ἄγω) for carrying wood, σκάφη BGU1157.8 (i B. C.), cf. Poll.7.130.
German (Pape)
[Seite 280] Holz führend, tragend, Poll. 7, 130.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠληγός: -όν, (ἄγω) ὁ φέρων, μεταφέρων ξύλα, Πολυδ. Ζ΄, 130.
Greek Monolingual
ξυληγός, -όν (Α)
αυτός που μεταφέρει ξύλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. πλο-ηγός. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση εν συνθέσει].
Greek Monotonic
ξῠληγός: -όν (ἄγω), αυτός που μεταφέρει, κουβαλά ξύλα.