ξυλόκερκος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, a gate at Constantinople, AP9.690 tit.
German (Pape)
[Seite 281] ἡ, ein Thor in Constantinopel, Ep. (IX, 690).
Greek (Liddell-Scott)
ξυλόκερκος: ὁ, πύλη τις ἐν Κωνσταντινουπόλει, «εἰς πόρταν τὴν ἐπιλεγομένην ξυλόκερκον ἐν Βυζαντίῳ» Ἀνθολ. Π. 9. 690 (ἐν τῇ ἐπιγραφῇ).
Greek Monolingual
ο (Μ ξυλόκερκος)
(στο Βυζάντιο) το θέατρο που ήταν κατασκευασμένο από ξύλο
μσν.
ως κύριο όν. μία από τις πύλες της Κωνσταντινούπολης, η Κερκόπορτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κέρκος «ουρά τών ζώων»].