ξυνθιασώτης

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source

Greek Monolingual

συνθιασώτης, ο, ΝΑ, και θηλ. συνθιασώτρια Ν, και αττ. τ. ξυνθιασώτης Α
νεοελλ.
οπαδός της ίδιας ιδεολογίας, ομόφρωνσυνθιασώτης στο παγκόσμιο κίνημα ειρήνης»)
μσν.
μτφ. αυτός που διαπράττει κάτι μαζί με κάποιον άλλο («τῆς δυσσεβείας... συνθιασῶται», Φώτ.)
αρχ.
1. αυτός που μετέχει στον ίδιο θρησκευτικό θίασο με κάποιον άλλο, ο συνθιασίτης
2. (γενικά) αυτός που παίρνει μέρος σε γιορτή ή πανήγυρη
3. μτφ. σύντροφος, φίλος («τοὺς συνθιασώτας τοῦ Μωϋσέως», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θιασώτης «οπαδός, θαυμαστής, υπέρμαχος» (< θίασος)].