ογκύλον

From LSJ

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςlife is not worth living if you do not have at least one friend

Source

Greek Monolingual

ὀγκύλον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σεμνόν, γαῡρον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγκος (Ι) + επίθημα -ύλον (πρβλ. αγκύλον)].