οδοντολογία

From LSJ

Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ᾽ ἥτις ἀνδρός ἐσθ᾽ ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all

Sophocles, Antigone, 737

Greek Monolingual

η
επιστήμη που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη και τη θεραπεία τών νόσων οι οποίες προσβάλλουν κυρίως τα δόντια, αλλά και άλλα όργανα της στοματικής κοιλότητας που συμβάλλουν στη λειτουργία της μάσησης, την αισθητική και την ομιλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. odontology < ὀδούς, ὀδόντος + -λογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Ν. Κοντοπούλου].