εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels
ὀζαίνομαι και οζαινούμαι, οζαινόομαι (Α)όζω, αποπνέω οσμή, καλή ή κακή, μυρίζω («ὀζαίνομαι σίτου», Σώφρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀζ- του ὄζω «αναδίδω οσμή», κατά το ὀσφραίνομαι.