ολάκερος

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που δεν του λείπει τίποτε, ολόκληρος, ακέραιος.
επίρρ...
ολάκερα
χωρίς ελλείψεις, ακέραια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο)- + ακέραιος, κατά το σχήμα καθάριος: ολοκάθαρος, όρθιος: ολόρθος. Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, < ολόκληρος με ανομοιωτική αποβολή του δεύτερου -λ-].