ολόχρονος

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁλόχρονος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που διαρκεί όλο τον χρόνο, ετήσιος
αρχ.
(για χρονικό διάστημα) ολόκληροςὁλόχρονος τριετία» — τρία ολόκληρα χρόνια).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + -χρόνος (< χρόνος), πρβλ. μακρόχρονος].