ὁλόχρονος
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
ὁλόχρονον, τριετία three whole years, BGU1027.17 (iv A. D.).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὁλόχρονος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που διαρκεί όλο τον χρόνο, ετήσιος
αρχ.
(για χρονικό διάστημα) ολόκληρος («ὁλόχρονος τριετία» — τρία ολόκληρα χρόνια).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + -χρόνος (< χρόνος), πρβλ. μακρόχρονος].