ομιχλήεις Search Google

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347

Greek Monolingual

ὀμιχλήεις και ὁμιχλήεις, -εσσα, -εν (Α)
ομιχλώδης, γεμάτος ομίχλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμίχλη + κατάλ. -ήεις (πρβλ. μοχθήεις, τολμήεις)].