ομφαλορραγία
From LSJ
ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.
Greek Monolingual
η
ιατρ. αιμορραγία του ομφαλού νεογνού, που προέρχεται συνήθως από ατελή απολίνωση του ομφάλιου λώρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομφαλός + -ρραγία (< -ρραγής < ῥήγνυμι «σπάω»), πρβλ. μητρορραγία].