ομόγλωσσος
From LSJ
Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὁμόγλωσσος, αττ. τ. ὁμόγλωττος, -ον)
αυτός που μιλά την ίδια γλώσσα («τὸ Έλληνικὸν ἐὸν ὅμαιμόν τε καὶ ὁμόγλωσσον», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. ιδιόγλωσσος].