νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
ὀξηρός, -ά, -όν (Α)
1. (για αγγείο) αυτός που δέχεται ξίδι, που περιέχει ξίδι («ὀξηρὸν ἄγγος», Σοφ.)
2. ο εμβαπτισμένος μέσα σε οξύ ή μέσα σε ξίδι («σπλήνες ὀξηροί», Ιπποκρ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξηρόν
το οξύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος «ξίδι» + κατάλ. -ηρός (πρβλ. νοσηρός)].