ὀξηρός

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξηρός Medium diacritics: ὀξηρός Low diacritics: οξηρός Capitals: ΟΞΗΡΟΣ
Transliteration A: oxērós Transliteration B: oxēros Transliteration C: oksiros Beta Code: o)chro/s

English (LSJ)

ά, όν, (ὄξος)
A of or for vinegar, ἄγγος S.Fr.306; κεράμιον, κέραμος, Ar.Fr.723, AP12.108 (Dionys.); ἀγγεῖα Sor.1.90.
II acid, -ῶν ἐμουμένων Diocl.Fr.139; σπλῆνες ὀ. pads soaked in vinegar, Hp.Ulc.15.

German (Pape)

[Seite 351] essigartig, zum Essig gehörig; κέραμος, Essigtopf, Dionys. 4 (XII, 108); auch aus Ar. von VLL. citirt.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
qui sert pour le vinaigre.
Étymologie: ὄξος.

Russian (Dvoretsky)

ὀξηρός: уксусный, предназначенный для уксуса (κέραμος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀξηρός: -ά, -όν, (ὄξος) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὄξος, ἄγγος, «ξιδερὸν», Σοφ. Ἀποσπ. 293β· κεράμιον, κέραμος Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 511, Ἀνθ. Π. 12. 108.

Greek Monolingual

ὀξηρός, -ά, -όν (Α)
1. (για αγγείο) αυτός που δέχεται ξίδι, που περιέχει ξίδι («ὀξηρὸν ἄγγος», Σοφ.)
2. ο εμβαπτισμένος μέσα σε οξύ ή μέσα σε ξίδι («σπλήνες ὀξηροί», Ιπποκρ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξηρόν
το οξύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος «ξίδι» + κατάλ. -ηρός (πρβλ. νοσηρός)].

Greek Monotonic

ὀξηρός: -ά, -όν (ὄξος), αυτός που προέρχεται από ή προορίζεται για ξίδι, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὀξηρός, ή, όν ὄξος
of or for vinegar, Anth.