ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him
ὀρθόκορυς, -υθος, ὁ, ἡ (Α)αυτός που έχει ορθή περικεφαλαία («ὁ ὀρθόν πῖλον ἔχων», Ησύχ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + κόρυς, -υθος «περικεφαλαία» (πρβλ. τρίκορυς)].