ὁρκωτός
Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht
English (LSJ)
ὁρκωτή, ὁρκωτόν, bound by oath, Poll.1.39, Glossaria.
Greek (Liddell-Scott)
ὁρκωτός: -ή, -όν, ὁ δι’ ὅρκου δεδεσμευμένος, ὁ δοὺς ὅρκον, Γλωσσ.· ἀλλὰ παρὰ Πολυδ. Α΄, 38 γραπτέον ὁρκωτὶς ἐξ Ἀντιγράφου ἀντὶ ὁρκωτούς.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ὁρκωτός, -ή, -όν) ορκώ
1. αυτός που έχει δεσμευθεί με όρκο, που έχει ορκιστεί, ο ένορκος
2. αυτός που έχει γίνει με όρκο
νεοελλ.
φρ. α) «ορκωτό δικαστήριο» — δικαστήριο από λαϊκούς δικαστές οι οποίοι ορκίζονται προτού αναλάβουν τα καθήκοντά τους για την ενσυνείδητη εκτέλεση της αποστολής τους
β) «ορκωτοί λογιστές» — ειδικοί επαγγελματίες λογιστές αναγνωρισμένοι από την πολιτεία και τις οικείες λογιστικές οργανώσεις να ασκούν αντικειμενικό και ανεπηρέαστο έλεγχο ή πραγματογνωμοσύνη στα λογιστικά βιβλία, στοιχεία και καταστάσεις και, γενικά, στη διαχείριση και οικονομική κατάσταση τών πάσης φύσεως οικονομικών μονάδων.