Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ορυζίτης

From LSJ

Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau

Menander, Monostichoi, 98

Greek Monolingual

ὀρυζίτης, ὁ (Α)
φρ. «ὀρυζίτης πλακοῦς» — πίτα από ρύζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρυζα + επίθημα -ίτης (πρβλ. οροβίτης)].