Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ουαί

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7

Greek Monolingual

(I)
οὐαί)
επιφών.
1. (οδύνης ή αγανάκτησης ή απειλής) αλίμονο, αχ! («οὐαί σοι, Μωάβ, ἀπώλου λαὸς Χαμώς», ΠΔ)
2. φρ. «οὐαὶ τοῖς ἡττημένοις» — λέξεις τις οποίες απηύθυνε προς τους Ρωμαίους ο Βρέννος, αρχηγός τών Γαλατών, όταν οι Γαλάτες κυρίευσαν τη Ρώμη και όταν κατά τη ζύγιση τών λύτρων, τα οποία κατέβαλε η πόλη, προσέθεσε στο βάρος της ζυγαριάς το ξίφος του και τον ζωστήρα του
αρχ.
(ως θηλ. ουσ.) ἡ οὐαί
η συμφορά («ἡ οὐαὶ ἡ μία ἀπῆλθεν
Ιδοὺ ἔρχονται ἔτι δύο οὐαὶ μετὰ ταῦτα», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνειο από τη Σημιτική, το οποίο μεταγράφηκε την ίδια εποχή και στη Λατινική (πρβλ. λατ. vae)].
(II)
οὐαί (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (στους Κυπρίους) «φυλαί».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για διαλ. τ. του οἴη (Ι) «κώμη»].

Frisk Etymological English

Grammatical information: excl.
Meaning: alas! (LXX)
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Sem.
Etymology: LW [loanword] from Semitic, Lowe, Hermathena 105 (1967)34-9.