οχλώδης

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source

Greek Monolingual

ὀχλώδης, -ῶδες (ΑΜ) όχλος
αυτός που προέρχεται από τον όχλο, χυδαίος
αρχ.
1. θορυβώδης, ταραχώδης
2. δυσάρεστος, οχληρός
3. (σχετικά με πληγές) ενοχλητικός
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀχλῶδες
η οχληρότητα.