οἰνόσπονδος
From LSJ
English (LSJ)
οἰνόσπονδον, offered with wine, θυσίαι Poll.6.26; τὰ οἰνόσπονδα (sc. ἱερά) Porph.Abst.2.20.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνόσπονδος: -ον, ὁ μετὰ σπονδῆς οἴνου προσφερόμενος, θυσίαι Πολυδ.Ϛ΄, 26· τὰ οἰνόσπονδα (ἐξυπακ. ἱερὰ) Α. Β. 287.
Greek Monolingual
οἰνόσπονδος, -ον (Α)
1. αυτός που προσφέρεται με σπονδή οίνου («οἰνοσπονδοι θυσίαι», Πολυδ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ οἰνόσπονδα
(ενν. ιερά) σπονδές που γίνονταν με οίνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -σπονδος (< σπονδή), πρβ λ. φερέσπονδος].