οἴδομαι

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἴδομαι Medium diacritics: οἴδομαι Low diacritics: οίδομαι Capitals: ΟΙΔΟΜΑΙ
Transliteration A: oídomai Transliteration B: oidomai Transliteration C: oidomai Beta Code: oi)/domai

English (LSJ)

swell, as etym. of οἶδμα, Sch.E.Hec.26.

Greek Monolingual

οἴδομαι (Α)
πρήζομαι, διογκώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θεματικός ενεστ. του ρ. οἰδῶ, σχηματισμένος πιθ. προκειμένου να ερμηνευθεί η παραγωγή του ουσ. οἴδμα].