οὐθάτιος
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον, of the udder, μαστός AP9.430 (Crin.).
German (Pape)
[Seite 411] zum Euter gehörig, bes. volle Euter habend, stuchtbar, strotzend, ἐκ δὲ γάλακτος θηλὴ ἀεὶ μαστοῦ πλήθεται οὐθατίου, Crinag. 22 (IX, 430).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 aux mamelles pleines;
2 fig. fécond, fertile.
Étymologie: οὖθαρ.
Russian (Dvoretsky)
οὐθάτιος: (ᾰ) находящийся у (полного) вымени (μαστός Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
οὐθάτιος: [ᾰ], -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ οὖθαρ, μαστὸς Ἀνθ. Π. 9. 430.
Greek Monolingual
οὐθάτιος, -ία, -ον (Α) ούθαρ, -ατος
αυτός που αναφέρεται στο ούθαρ («μαστοῦ οὐθατίου», Ανθ. Παλ.).
Greek Monotonic
οὐθάτιος: [ᾰ], -α, -ον, αυτός που ανήκει στον μαστό, σε Ανθ.
Middle Liddell
οὐθᾰ́τιος, η, ον
of the udder, Anth.