οὕτερος
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
Ion. for ὁ ἕτερος, Hdt.1.34, 134: neut. τοὔτερον ib.32.
German (Pape)
[Seite 421] ion. = ὁ ἕτερος, Her. 1, 34. 134, neutr. τοὔτερον, 1, 32.
French (Bailly abrégé)
crase p. ὁ ἕτερος.
Russian (Dvoretsky)
οὕτερος: n τοὔτερον ион. in crasi = ὁ ἕτερος и τὸ ἕτερον.
Greek (Liddell-Scott)
οὕτερος: Ἰων. ἀντὶ ὁ ἕτερος, Ἡρόδ. 1. 34, 134· οὐδ. τούτερον Ι. 32.
Greek Monolingual
οὕτερος, ουδ. τοὔτερον (Α)
ιων. τ. ο έτερος.