πάνδουλος

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάνδουλος Medium diacritics: πάνδουλος Low diacritics: πάνδουλος Capitals: ΠΑΝΔΟΥΛΟΣ
Transliteration A: pándoulos Transliteration B: pandoulos Transliteration C: pandoulos Beta Code: pa/ndoulos

English (LSJ)

πάνδουλον, slave to all, AP5.21 (Rufin.), Man.4.602.

German (Pape)

[Seite 458] ganz Sklave; ταῦρος, Rufin. 34 (V, 22); Maneth. 4, 602.

Russian (Dvoretsky)

πάνδουλος: целиком порабощенный (ταῦρος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πάνδουλος: -ον, ὁ κατὰ πάντα δοῦλος, τέλειος δοῦλος, Ἀνθ. Π. 5. 22, Μανέθων 4. 602.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο εντελώς δούλος, ο κατά τα πάντα και σε όλους δούλος.