πάνδωρος

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάνδωρος Medium diacritics: πάνδωρος Low diacritics: πάνδωρος Capitals: ΠΑΝΔΩΡΟΣ
Transliteration A: pándōros Transliteration B: pandōros Transliteration C: pandoros Beta Code: pa/ndwros

English (LSJ)

πάνδωρον, allbounteous, epithet of Earth, Hom.Epigr.7, Opp.C.1.12; dispenser of all (whether good or ill), αἶσα B.Fr.20.4; Ζεύς Cleanth.1.32.

German (Pape)

[Seite 458] Alles schenkend; γῆ, Allgeberinn, ep. Rom. 7; ἄρουρα, Opp. Cyn. 1, 12; Ζεύς, Cleanth. Iov. 31.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui donne toute sorte de présents, bienfaisant, fécond.
Étymologie: πᾶς, δίδωμι.

Russian (Dvoretsky)

πάνδωρος: дарящий все (γῆ Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

πάνδωρος: -ον, ὁ τὰ πάντα παρέχων, γενναιόδωρος ἐπίθ. τῆς γῆς, Ὁμ. Ἐπιγρ. 7, Ὀππ. Κυν. 1. 12· ἁ πάνδωρος αἶσα Βακχυλ. Ἀποσπ. 24 [36], 5, ἔκδ. Blass: Ζεὺς Κλεάνθ. 32.

Greek Monolingual

ον, Α
αυτός που δωρίζει, που παρέχει τα πάντα, γενναιόδωρος (α. «πάνδωρος ἄρουρα», Οππ.
β. «πάνδωρος Ζεύς» Κλεάνθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -δωρος (< δῶρον), πρβλ. μεγαλό-δωρος].

Greek Monotonic

πάνδωρος: -ον (δῶρον), αυτός που παρέχει τα πάντα, σε Επικ., σε Όμηρ.

Middle Liddell

πάν-δωρος, ον, δῶρον
giver of all, epic Hom.