πάσσοφος
From LSJ
English (LSJ)
v. πάνσοφος (most clever).
German (Pape)
[Seite 532] statt πάνσοφος, schreibt Bekker Plat. Rep. X, 598 d.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
πάσσοφος: -ον, ἀντὶ πάνσοφος, ὡς ὁ Βεκκῆρος γράφει παρὰ Πλάτ., ἴδε Buttm. Ausf. Gr. § 120 Anm. 12.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. πάνσοφος.
Greek Monotonic
πάσσοφος: -ον, = πάν-σοφος.