παγγήρως

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παγγήρως Medium diacritics: παγγήρως Low diacritics: παγγήρως Capitals: ΠΑΓΓΗΡΩΣ
Transliteration A: pangḗrōs Transliteration B: pangērōs Transliteration C: paggiros Beta Code: paggh/rws

English (LSJ)

ων, very old, Tz.ad Lyc.826.

German (Pape)

[Seite 435] ganz, sehr alt, Tzetz. ad Lycophr. 826.

Greek (Liddell-Scott)

παγγήρως: -ων, λίαν γέρων, ὑπέργηρος, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 866, κτλ.

Greek Monolingual

παγγήρως (-ων (ΑΜ)
υπέργηρος («παγγήρων γραῡν», Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -γήρως (< γῆρας), με αφομοιωτική τροπή του -ν- σε -γ- (πρβλ. ευγήρως)].