παθιάζω
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
Greek Monolingual
πάθος
1. προκαλώ σε κάποιον έντονο ενδιαφέρον, πάθος για κάτι («προσπαθεί να τήν παθιάσει από μικρή με τον χορό»)
2. (το ενεργ. και το μέσ.) παθιάζομαι
α) υποφέρω από οργανική ή ψυχική ασθένεια («επάθιασε από τα βάσανα και τις πίκρες».)
β) κατέχομαι από υπερβολικό ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παθιασμένος, -η, -ο
α) φανατισμένος, εμπαθής («είναι παθιασμένος με τα πολιτικά»)
β) ταλαιπωρημένος, κακοτυχισμένος
γ) αυτός που πάσχει από σοβαρό, χρόνιο νόσημα.