παιδολογία

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source

Greek (Liddell-Scott)

παιδολογία: ἡ, ἐκλογὴ παίδων, μεταγεν.

Greek Monolingual

η (Α παιδολογία)
νεοελλ.
κλάδος της παιδαγωγικής που ασχολείται με τη σωματική και ψυχική ανάπτυξη τών παιδιών
αρχ.
η εκλογή παιδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -λογία].