παλινόρθωση

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source

Greek Monolingual

η
1. αποκατάσταση κάποιου στην αρχική του θέση
2. επαναφορά κάποιου στην εξουσία την οποία είχε χάσει («παλινόρθωση της δημοκρατίας»)
3. (στην ελλ. ιστ.) η επάνοδος του Γεωργίου Β' στον θρόνο
4. (στην αγγλ. ιστ.) η αποκατάσταση του Καρόλου Β' στον θρόνο της Αγγλίας βάσει της Διακηρύξεως της Μπρέντα, τον Απρίλιο του 1660, έπειτα από τα γεγονότα τα οποία ακολούθησαν τον θάνατο του Κρόμγουελ
5. (στη γαλλ. ιστ.) η περίοδος 1814-1830, που άρχισε με την ανακήρυξη του Βουρβόνου κόμη της Προβηγκίας ως βασιλιά της Γαλλίας με το όνομα Λουδοβίκος ΙΗ' και την εγκατάστασή του στον θρόνο λίγο αργότερα και μέχρι την Ιουλιανή Επανάσταση του 1830.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλινορθώνω, απόδοση στην ελλ. του γαλλ. restauration. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον Ικ. Γ. Λάτρη].