παμμήχανος
From LSJ
German (Pape)
[Seite 453] alllistig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παμμήχᾰνος: -ον, ὁ τὰ πάντα μηχανώμενος, πολυμήχανος, λίαν πανοῦργος, Νεῖλ. Ἐπιστ. σ. 330, 331, κλ.
Greek Monolingual
παμμήχανος, -ον (Α)
αυτός που μηχανάται τα πάντα, πολυμήχανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -μήχανος (< μηχανή), πρβλ. πολυμήχανος].