πανδακέτης
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
πανδακέτου, ὁ, biting all, of Cato, Epigr. ap. Plu.Cat.Ma.1.
German (Pape)
[Seite 457] ὁ, Alles beißend, sehr bissig; Κάτων, Ep. ad. 608 (App. 309); Plut. Cat. mai. 1.
French (Bailly abrégé)
adj. m.
tout à fait mordant.
Étymologie: πᾶν, δάκνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανδακέτης -ου [πᾶς, δάκνω] iedereen bijtend (van Cato).
Russian (Dvoretsky)
πανδᾰκέτης: дор. πανδακέτας, ου adj. m досл. чрезвычайно сильно кусающийся, перен. язвительный, злой (Κάτων Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
πανδᾰκέτης: -ου, ὁ, ὁ τοὺς πάντας δάκνων, περὶ τοῦ Κάτωνος, Ἐπίγραμμ. παρὰ Πλουτ. ἐν Μάρκῳ Κάτωνι 1.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ως προσωνυμία του Κάτωνος) αυτός που δαγκώνει όλους ή ο πολύ δηκτικός, δηκτικότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -δακέτης (< θ. δακ-, πρβλ. ἔ-δακ-ον, αόρ. του δάκνω «δαγκώνω»)].