πανευτελής
From LSJ
English (LSJ)
πανευτελές, very cheap, vile, Suid. s.v. ἀγοραῖος νοῦς.
German (Pape)
[Seite 459] ές, sehr wohlfeil, ganz schlecht, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνευτελής: -ές, πάνυ εὐτελής, μηδαμινός, Σουΐδ. ἐν λέξει, ἀγοραῖος νοῦς.