πανευφυής

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνευφῠής Medium diacritics: πανευφυής Low diacritics: πανευφυής Capitals: ΠΑΝΕΥΦΥΗΣ
Transliteration A: paneuphyḗs Transliteration B: paneuphyēs Transliteration C: paneffyis Beta Code: paneufuh/s

English (LSJ)

πανευφυές, good-natured, Tz.H.4.854 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 459] ές, sehr schön gewachsen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνευφυής: -ές, πανεύμορφος, ὡραιότατος, εὐμορφότατος, Τζέτζ. Ἱστ. 4. 454. ― Ἐπίρρ. -ῶς, Εὐμάθ. 2. 6.

Greek Monolingual

-ές, Μ
αυτός που έχει σε όλα καλό φυσικό, καλά πλασμένος από κάθε άποψη.
επίρρ...
πανευφυῶς Μ
με πανευφυή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + εὐφυής «όμορφος»].