παντοθαλής
From LSJ
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
English (LSJ)
παντοθαλές,
A making everything bloom, Orph.H.34.16; ὥρη IG9(2).649 (Larissa).
2 all-blooming, BMus.Inscr.1067.15 (Memphis).
German (Pape)
[Seite 464] ές, ganz sprossend, Orph. H. 33, 16.
Greek (Liddell-Scott)
παντοθᾰλής: -ές, ὁ πάντοθεν θάλλων, ἤ, κατ’ ἄλλους, ὁ ποιῶν τὰ πάντα θάλλειν, Ὀρφ. Ὕμν. 33. 16.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που κάνει τα πάντα να θάλλουν ή αυτός που θάλλει παντού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -θαλής (< θάλος < θάλλω), πρβλ. αειθαλής].