παράπυκνος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, parapycnos, foot consisting of one short - one long - tree short syllables, Diom.p.481 K.
Greek (Liddell-Scott)
παράπυκνος: ὁ, ποὺς ἐν τῇ μετρικῇ ἐκ βραχείας, μακρᾶς καὶ τριῶν βραχειῶν, χρόνων ἕξ, Diom ἐν Gram. Lat. ed. Keil. I, σ. 481, 15.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(μετρ.) ονομασία πόδα που αποτελείται από μία βραχεία, μία μακρά και τρεις βραχείες συλλαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πυκνός.