παραβγάζω

From LSJ

μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them

Source

Greek Monolingual

1. εξάγω, βγάζω έξω κάτι περισσότερο από όσο πρέπει («παράβγαλες το καρφί και δεν κρατάει τίποτα»)
2. παράγω περισσότερο από το συνηθισμένο και προσδοκώμενο («το χωράφι παράβγαλε σιτάρι εφέτος»)
3. μτφ. συνοδεύω κάποιον για λίγο κατά την αναχώρηση του από κάπου, κατευοδώνω, προπέμπω.