παραβιασμός
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
ὁ, forcing of nature or forcing of law, Plu.2.1097f.
German (Pape)
[Seite 472] ὁ, Gewalttat, übh. etwas Erzwungenes, Plut. non posse 16.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
emploi de la violence, contrainte.
Étymologie: παραβιάζομαι.
Russian (Dvoretsky)
παραβιασμός: ὁ применение силы, насилие Plut.
Greek (Liddell-Scott)
παραβιασμός: -οῦ, ὁ, τὸ παραβιάζεσθαι, Πλούτ. 2. 1097F.
Greek Monolingual
ὁ,
Α παραβιάζω
ενέργεια αντίθετη προς το δίκαιο, τον νόμο ή τη φύση.