παραγναθίς
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
English (LSJ)
-ίδος, ἡ,
A cheekpiece of a helmet or tiara, IG22.1461.16, Str.15.3.15, Eust.601.10.
II cheek-muscle, Hippiatr.34.
III pl., name of a fish or parts of a fish, PCair.Zen.680.31 (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 474] ίδος, ἡ, Backenstück am Helm, das neben der Backe sitzt und sie schützt, Schol. Il. 5, 743; ein herabhangendes Stück der Tiara, Strab. XV, 733.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
partie du heaume ou de la tiare qui enveloppe les joues.
Étymologie: παρά, γνάθος.
Greek (Liddell-Scott)
παραγνᾰθίς: -ίδος, ἡ, τὸ ἐπὶ τῆς παρειᾶς καταβαῖνον μέρος τῆς περικεφαλαίας ἢ τιάρας καὶ καλύπτον αὐτήν, Στράβ. 733, Εὐστ. 601. 10, κτλ.
Greek Monotonic
παραγνᾰθίς: -ίδος, ἡ (γνάθος), το κομμάτι της περικεφαλαίας ή της βασιλικής τιάρας που κατεβαίνει ως το σαγόνι και το καλύπτει, σε Στράβ.
Middle Liddell
παρα-γνᾰθίς, ίδος, ἡ, γνάθος
the cheekpiece of a helmet or tiara, Strab.