παραμικρός
From LSJ
ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις → the beginning of education is the examination of names, the beginning of philosophical education is the examination of names, the beginning of all education is the investigation of names
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. πάρα πολύ μικρός, ελάχιστος («ο παραμικρός θόρυβος τον ενοχλεί»)
2. (για πρόσ.) ο πολύ νεαρός («δεν σού είπα εγώ, παιδάκι μου, παραμικρός παντρέψου», δημ. τραγούδι)
3. το ουδ. ως ουσ. το παραμικρό
η ελάχιστη αιτία
4. φρ. «με το παραμικρό» — με την ελάχιστη αιτία, με το τίποτε, χωρίς να υπάρχει σοβαρός λόγος («είναι πολύ ευέξαπτος και με το παραμικρό συγχύζεται»).