παρορισμός
From LSJ
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
English (LSJ)
ὁ, removal of landmarks, SIG742.43 (Ephesus, i B.C., pl.), CPHerm.40.5 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 527] ὁ, Überschreitung der Gränze, Verletzung des Gränzrechts, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρορισμός: ὁ, τὸ ἐξέρχεσθαι τῶν ὁρίων, ὁ σφετερισμὸς ξένης γῆς, ὅσοι μετὰ παρορισμοῦ τῶν πλησίων τοὺς ὅρους ὑπερεξέτειναν Βασίλ. τ. 1, σ. 947D, Ἐπιγραφ. παρὰ Hicks 205, 43.
Greek Monolingual
ὁ, Α παρορίζω
μετακίνηση τών ορίων, τών συνόρων μεταξύ κτημάτων, καταπάτηση γειτονικού κτήματος.