πασχάλιος
From LSJ
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
Greek Monolingual
-α, -ο / πασχάλιος, -ία, -ον, ΝΜΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Πάσχα, πασχαλινός
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το πασχάλιο(ν)
εκκλ. πίνακας με τις ημερομηνίες τών κινητών εορτών με βάση την ημέρα εορτασμού του Πάσχα
2. φρ. «έχασε τα πασχάλια του» ή «έχασε τ' αβγά και τα πασχάλια» — έχασε τον ειρμό της σκέψης, δεν ξέρει τί του γίνεται
νεοελλ.-μσν.
φρ. «Πασχάλιον Χρονικόν» — εκτενές χρονικό ανωνύμου το οποίο περιέχει κατά χρονολογική σειρά τα ιστορικά γεγονότα από κτίσεως κόσμου μέχρι το 629.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πάσχα + κατάλ. -άλιος (πρβλ. νηφάλιος)].