παυσώδυνος
From LSJ
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
English (LSJ)
παυσώδυνον, (ὀδύνη) soothing pain, Sch.S.Ph.44.
German (Pape)
[Seite 538] schmerzstillend, Schol. Soph. Phil. 44.
Greek (Liddell-Scott)
παυσώδυνος: -ον, (ὀδύνη) ὁ καταπαύων τὰς ὀδύνας, Σχόλ. εἰς Σοφ. Φιλ. 44.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που καταπαύει, που καταπραΰνει τις οδύνες, τους πόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < θ. παυσ(ι)- του παύω (πρβλ. παῦσις) + -ώδυνος (< ὀδύνη). Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].