πεδάρσιος
From LSJ
English (LSJ)
πεδάρσιον, Aeol. or Dor. for μετάρσιος, A.Pr.271,710,916, Ch. 846, Ar.Av. 1197 (paratrag.).
German (Pape)
[Seite 540] dor. statt μετάρσιος; Aesch. Prom. 269. 712. 918; Ar. Av. 1197.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
éol. c. μετάρσιος.
Russian (Dvoretsky)
πεδάρσιος: эол. = μετάρσιος.
Greek (Liddell-Scott)
πεδάρσιος: -ον, Αἰολ. ἢ Δωρικ. ἀντὶ μετάρσ-, Αἰσχύλ. Πρ. 269, κτλ. -Καθ’ Ἡσύχ.: «πεδάρσιον· μετέωρον. ὑψοῦ».
Greek Monolingual
-ον, Α
(αιολ. και δωρ. τ.) βλ. μετάρσιος.
Greek Monotonic
πεδάρσιος: -ον, Αιολ. ή Δωρ. αντί μετ-άρσιος.