πεδάρσιος
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
πεδάρσιον, Aeol. or Dor. for μετάρσιος, A.Pr.271,710,916, Ch. 846, Ar.Av. 1197 (paratrag.).
German (Pape)
[Seite 540] dor. statt μετάρσιος; Aesch. Prom. 269. 712. 918; Ar. Av. 1197.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
éol. c. μετάρσιος.
Russian (Dvoretsky)
πεδάρσιος: эол. = μετάρσιος.
Greek (Liddell-Scott)
πεδάρσιος: -ον, Αἰολ. ἢ Δωρικ. ἀντὶ μετάρσ-, Αἰσχύλ. Πρ. 269, κτλ. -Καθ’ Ἡσύχ.: «πεδάρσιον· μετέωρον. ὑψοῦ».
Greek Monolingual
-ον, Α
(αιολ. και δωρ. τ.) βλ. μετάρσιος.
Greek Monotonic
πεδάρσιος: -ον, Αιολ. ή Δωρ. αντί μετ-άρσιος.