πεζευτικός

From LSJ

ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεζευτικός Medium diacritics: πεζευτικός Low diacritics: πεζευτικός Capitals: ΠΕΖΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pezeutikós Transliteration B: pezeutikos Transliteration C: pezeftikos Beta Code: pezeutiko/s

English (LSJ)

πεζευτική, πεζευτικόν, able to walk, going on foot, π. ζῷα, opp. πτηνά, νευστικά, Arist.GA715a27.

German (Pape)

[Seite 542] zu Fuße gehend, ζῷα, im Gegensatz von πτηνά, νευστικά, Arist. gen. an. 1, 1.

Russian (Dvoretsky)

πεζευτικός: передвигающийся на ногах, т. е. наземный (ζῷα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

πεζευτικός: -ή, -όν, ὁ ἱκανὸς νὰ περιπατήσῃ, ὁ πεζῇ περιπατῶν, π. ζῷα, ἀντίθετον τῷ πτηνά, νευστικά, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 1, 5.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πεζεύω
(για ζώα) αυτός που έχει τη δυνατότητα να περπατά.