πεντέμυχος

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντέμῠχος Medium diacritics: πεντέμυχος Low diacritics: πεντέμυχος Capitals: ΠΕΝΤΕΜΥΧΟΣ
Transliteration A: pentémychos Transliteration B: pentemychos Transliteration C: pentemychos Beta Code: pente/muxos

English (LSJ)

πεντέμυχον, of five sanctuaries, Dam. Pr. 124 bis.

Greek (Liddell-Scott)

πεντέμυχος: -ον, ὁ πέντε μυχοὺς ἔχων, μεταγεν.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που έχει πέντε μυχούς, δηλ. πέντε άδυτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε- (βλ. πεντα-) + μυχός (πρβλ. επτάμυχος)].