περιαντλέω
Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht
English (LSJ)
pour all over, Dsc.2.114 (Pass.), Archig. ap. Aët.3.194: metaph., σοφοὺς λόγους τινί Plu.2.502c:—Pass., to be completely drowned, ὑπὸ θαλάσσης Sch.Opp.H.1.155: metaph., ἐν τῷ τῶν παθῶν κατακλυσμῷ LXX 4 Ma.15.32; ὑπὸ τοῦ πλήθους τῆς τῶν ἰατρῶν διαφωνίας Gal.10.469.
German (Pape)
[Seite 569] darüber, darauf schütten, Plut. de garrul. 1.
French (Bailly abrégé)
περιαντλῶ :
répandre autour ou sur, avec le dat..
Étymologie: περί, ἀντλέω.
Greek (Liddell-Scott)
περιαντλέω: περιχύνω, σοφοὺς λόγους τινὶ Πλούτ. 2. 502Β. ― Παθ., ὁλοσχερῶς καταπνίγομαι, κατακλυσμῷ Ἰωσήπ. Μακκ. 15, ἐν τέλ.
Russian (Dvoretsky)
περιαντλέω:
1 досл. наливать вокруг, перен. обрушивать (λόγους τινί Plut.);
2 перен. наполнять (болтовней), утруждать (τὰ ὦτα ἔξωθεν Plut.).