περικαταλείπω
From LSJ
βραχεῖα τέρψις ἡδονῆς κακῆς → the enjoyment from a cheap pleasure is short, there's brief enjoyment in dishonourable pleasure
English (LSJ)
leave behind in, κέντρον πληγῇ Nic.Th.809; f.l. in Plb.4.63.10 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 579] übrig lassen, ἐκ τοῦ περικαταλειφθέντος σίτου, Pol. 4, 63, 10, was man in περικαταληφθέντος geändert hat.
Greek (Liddell-Scott)
περικαταλείπω: ἀφίνω τι ὑπόλοιπον, Νικ. Θηρ. 809· ἡμαρτημένη γραφ. παρὰ Πολυβ. 4. 63, 10.