περικαταλείπω

From LSJ

βραχεῖα τέρψις ἡδονῆς κακῆς → the enjoyment from a cheap pleasure is short, there's brief enjoyment in dishonourable pleasure

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικαταλείπω Medium diacritics: περικαταλείπω Low diacritics: περικαταλείπω Capitals: ΠΕΡΙΚΑΤΑΛΕΙΠΩ
Transliteration A: perikataleípō Transliteration B: perikataleipō Transliteration C: perikataleipo Beta Code: perikatalei/pw

English (LSJ)

leave behind in, κέντρον πληγῇ Nic.Th.809; f.l. in Plb.4.63.10 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 579] übrig lassen, ἐκ τοῦ περικαταλειφθέντος σίτου, Pol. 4, 63, 10, was man in περικαταληφθέντος geändert hat.

Greek (Liddell-Scott)

περικαταλείπω: ἀφίνω τι ὑπόλοιπον, Νικ. Θηρ. 809· ἡμαρτημένη γραφ. παρὰ Πολυβ. 4. 63, 10.

Greek Monolingual

Α
αφήνω κάτι ως υπόλοιπο.