περιπέττω
From LSJ
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
English (LSJ)
French (Bailly abrégé)
att. c. περιπέσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-πέττω, Ion. περιπέσσω ‘een korst om iets bakken’, verpakken, verhullen, camoufleren. ὀνόματι περιπέττουσι τὴν μοχθηρίαν ze verbergen hun slechtheid achter een mooie naam Aristoph. Pl. 159; λόγοισι δὲ ταῦτα εὖ πως εἰς τὸ πιθανὸν περιπεπεμμένα en dat die (opvattingen van ons) voor de geloofwaardigheid in fraaie bewoordingen verpakt zijn Plat. Lg. 886e.
German (Pape)
att. = περιπέσσω.
Russian (Dvoretsky)
περιπέττω: атт. = περιπέσσω.
Greek (Liddell-Scott)
περιπέττω: Ἀττ. ἀντὶ περιπέσσω, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
Α
(αττ. τ.) βλ. περιπέσσω.
Greek Monotonic
περιπέττω: Αττ. αντί περιπέσω.