περιπνευμονικός

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπνευμονικός Medium diacritics: περιπνευμονικός Low diacritics: περιπνευμονικός Capitals: ΠΕΡΙΠΝΕΥΜΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: peripneumonikós Transliteration B: peripneumonikos Transliteration C: peripnevmonikos Beta Code: peripneumoniko/s

English (LSJ)

v. περιπλευμονικός.

German (Pape)

[Seite 588] = περιπλευμονικός, Medic.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
atteint de péripneumonie.
Étymologie: περιπνευμονία.

Greek Monolingual

και περιπλευμονικός -ή, -όν, Α περιπνευμονία / περιπλευμονία
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιπνευμονία
2. αυτός που πάσχει από περιπνευμονία.
επίρρ...
περιπνευμονικῶς και περιπλευμονικῶς Α
με περιπνευμονία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιπνευμονικός -ή -όν, ook περιπλευμονικός [περιπνευομονία] lijdend aan longontsteking.